συμφαντικός
Look at other dictionaries:
συμφαντικός — ή, όν, Α βλ. συμφατικός … Dictionary of Greek
συμφατικός — και συμφαντικός, ή, όν, [συμφάσκω] σύμφωνος … Dictionary of Greek
συμφαντικός — ή, όν, Α βλ. συμφατικός … Dictionary of Greek
συμφατικός — και συμφαντικός, ή, όν, [συμφάσκω] σύμφωνος … Dictionary of Greek